τροχιά — τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροχιός round neut nom/voc/acc pl τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… … Dictionary of Greek
τρόχια — τρόχιον rotella neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… … Dictionary of Greek
τροχιάν — τροχιά̱ν , τροχιά wheel track fem acc sg (attic doric aeolic) τροχιά̱ν , τροχιός round fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)